- συνδάκτυλα
- τα, Νζωολ. τάξη μαρσιποφόρων τής οποίας οι εκπρόσωποι χαρακτηρίζονται από το ότι έχουν το δεύτερο και το τρίτο δάχτυλο τών οπίσθιων άκρων ενωμένα μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπρωτόδοντα — τα Ν ζωολ. συνδάκτυλα, παμφάγα, μαρσιποφόρα με περισσότερους από τρεις κοπτήρες στην κάθε άνω σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyprotodont < πολυ * + πρῶτος + ὀδούς, ὀδόντος] … Dictionary of Greek